οἶδαξ

οἶδαξ
οἶδ-αξ, ᾱκος, ,
A = φήληξ, Poll.6.81, Choerob. in An. Ox.2.248.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • οίδαξ — οἴδαξ, ακος, ὁ (ΑΜ) άγριο σύκο («τὰ δὲ οὔπω πέπειρα τῶν σύκων ἴδακες παρὰ Λάκωσι καὶ φήληκες παρ Ἀθηναίοις», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰδῶ «είμαι πρησμένος, φουσκωμένος» + επίθημα αξ, ακος (πρβλ. πήδ αξ)] …   Dictionary of Greek

  • οἴδακες — οἶδαξ masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρίδαξ — θρίδαξ, ακος, ἡ (Α) το μαρούλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίχθηκε ότι πρόκειται για δάνειο προελληνικής προελεύσεως, ενώ άλλοι συνέδεσαν τη λ. με το θρίον «φύλλο συκιάς», με σχηματισμό κατά το οίδαξ «αγριόσυκο». ΠΑΡ. θριδακίνη, θριδάκιο(ν)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”